
Η διαδικασία προχωρούσε. Τελείωνε πολύ γρήγορα ο χρόνος που θα ήτανε μαζί για τελευταία φορά. Αυτή τον βίαζε. Να διαβαστούν τα τελευταία έγγραφα, να υπογραφούν. Ήθελε να τελειώσουνε. Κάπου έξω θα περίμενε ο καινούργιος της φίλος.Είχε μείνει μόνος, γιατί την περίμενε. Περίμενε μήπως μετανιώσει και ξαναγυρίσει. Δεν έκανε τίποτα που θα μείωνε αυτή την ελπίδα. Τώρα, εδώ, φαινόταν το μεγάλο λάθος. Βομβαρδισμένα τα κομμάτια του φώναζαν από παντού για ένα κάποιο στήριγμα. Δεν έπρεπε να μείνει τόσο μόνος. Αδρανούσε όλ’ αυτά τα χρόνια που καθυστερούσε να βγει το διαζύγιο. Ήλπιζε ότι όλο και κάτι θα μπορούσε να συμβεί, τυχαία, για να ξαναφτιάξουν τα πράγματα, από μόνα τους. Δεν ήθελε να κάνει αυτός το πρώτο βήμα προς το τέλος. Δεν μπορούσε, γιατί την ήθελε, αυτή είναι η αλήθεια. Την ήθελε πολύ, μέχρι απελπισίας. Δε τον ήθελε αυτή όμως πια. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Όλη αυτή την ώρα δεν είχε κοιτάξει ούτε μια φορά προς το μέρος του. Σαν να μην υπήρχε παρά μόνο η άδεια πολυθρόνα εκεί, στη μισοσκότεινη γωνιά. Βιαζόταν να ολοκληρωθεί η διαδικασία, να τελειώνει. Φαινόταν πολύ αυτάρκης και σίγουρη γι’ αυτό που ήθελε. Αδιάφορη για όλα τα άλλα. Αδιάφορη για αυτόν κυρίως. Μια φορά μόνο σαν να σκίρτησε, ή έτσι μπορεί και να του φάνηκε, όταν ο δικηγόρος φώναξε δυνατά κάπως το όνομά του. «Στέφο...» .Σταμάτησε να σκαλίζει τα χαρτιά της για μια στιγμή. Αυτό ήταν όλο κι όλο όμως. Δεν είπε τίποτα. Ούτε τότε σήκωσε το βλέμμα της να κοιτάξει. Ξανάρχισε αμέσως να φυλλομετράει τα χαρτιά της δίκης.Κι αυτός στην πολυθρόνα σιωπηλός. Έγνεφε μόνο όταν χρειαζόταν, καμιά σπάνια φορά. Δεν προσπάθησε να κρύψει τη θλίψη του με προσποιητή ευθυμία. Φοβόταν ότι θα ήταν λάθος. Προσπάθησε μόνο να δείχνει σοβαρός και αποστασιοποιημένος. Η σοβαρότητα είναι μια κατάσταση κοντά στη θλίψη. Ένας θλιμμένος μπορεί να την πετύχει καλύτερα.Από το γραφείο του δικηγόρου βγήκε σε ένα μεγάλο πεζόδρομο, δίπλα στο ποτάμι. Ο δρόμος έβλεπε προς τη δύση. Ήταν αργά. Ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τα ψηλά δέντρα.Τα δυο τους αγόρια έπαιζαν παραπέρα μ’ ένα άγνωστο ξανθό κοριτσάκι. Θα έφευγαν όλοι μαζί, σκέφτηκε. Ανασκίρτησε. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να τ’ αποχαιρετήσει για πάντα. Με αυτή τη σκέψη η θλίψη του έγινε αφόρητη. Προσπάθησε απελπισμένος να διατηρήσει την εξωτερική εικόνα της αταραξίας. Έπρεπε να δείχνει αξιοπρεπής. Κάπου εκεί γύρω έπρεπε να περίμενε ο καινούργιος της φίλος. Μπορεί να άκουγε ή να τον κοίταζε από κάπου αυτή τη στιγμή. Αντιστάθηκε στον πειρασμό ν’ ανιχνεύσει το περιβάλλον με το βλέμμα. Έπρεπε να δείχνει αξιοπρεπής για κάθε ενδεχόμενο.Φώναξε τον Χρηστάκη με ελεγμένη συγκίνηση. Κάτι έλεγε με ένταση στο κοριτσάκι και δεν του έδωσε σημασία. Φώναξε τ’ όνομά του ακόμα δυο φορές. Δεν ήθελε να φωνάξει πιο δυνατά για να μη χάσει τον έλεγχο των συναισθημάτων που τον έπνιγαν. Φοβόταν μέχρι τρέλας μη τον προδώσουν οι δυνάμεις του και κάνει τίποτε φοβερά αξιολύπητο. Να μη βάλει τα κλάματα με λυγμούς ή να μην πέσει στα γόνατα και τ’ αγκαλιάσει απελπισμένος με δάκρυα.- Χρηστάκη!... Τόσο μικροκαμωμένος κι εύθραυστος. Αγαπημένος. Δεν ήθελε καθόλου να φανεί αυτή τη στιγμή ότι εκλιπαρούσε τα παιδιά μου για αγάπη, που δεν ήθελαν να του δώσουν. Είχε έντονη την αίσθηση της θεατρικότητας εκείνης της στιγμής και τη σημασία που είχε κάθε στοιχείο της εικόνας, κάθε ενέργεια. Έπρεπε να έρθει προς τα μέρος του κι όχι να πάει αυτός προς τα κείνον. Είχε σημασία, για την εκδήλωση της αγάπης. Η φορά της κίνησης προσδιoρίζει τη βούληση κι η βούληση πρέπει να υπαγορεύεται από την αγάπη. Για να φανεί η αγάπη του, έπρεπε να έρθει ο μικρός προς τα μέρος του κι όχι να τον φωνάξω να έρθει, σαν με το ζόρι. Η αγάπη του δεν μπορούσε να εκβιαστεί. Έπρεπε να συμβεί. Ας γυρνούσε, να τον δει!.- Χρηστάκη!.., ξανά, πολύ ήσυχα.Μετέωρος. Χωρίς απάντηση καμία. Είχαν τα κεφάλια τους σκυφτά. Ακουμπούσε σχεδόν το ένα μέτωπο στο άλλο. Κρατούσαν κάτι στα χέρια, τίποτε καπάκια από μπύρα ή αναψυκτικά σίγουρα και μιλούσαν πολύ απορροφημένοι. Μάντευε περισσότερο παρά έβλεπε τις φλέβες να φουσκώνουν στο λαιμό του. Πάντα έπαιρνε πολύ σοβαρά αυτές τις παιδιάστικες υποθέσεις του. Παθιαζόταν πολύ και μιλούσε με μεγάλη ένταση, όπως όταν τον έπνιγε το δίκαιο. Διεκδικούσε διαρκώς διάφορα δικαιώματά του από τον ένα και τον αλλον.Ανάμεσά τους μπήκε ο μεγαλύτερός του γιος, ο Φάνης. Εφτά χρόνων. Με τα χέρια ανοιχτά και τις παλάμες προς τα πίσω σαν για να προστατέψει τον Χρηστάκη, σαν για να τον εμποδίσει να κινηθεί για να έρθει προς αυτόν.- Απαγορεύεται!... Μην πηγαίνετε σ’ αυτόν...Κάποιος τον είχε ορμηνέψει λανθασμένα. Ο «μπαμπάς» του, είχε γίνει “αυτός”. Το ένιωσα αναπόφευκτο. Δεν μπορούσανε παρά να φτάνανε εδώ. Αυτές οι μικρότητες είναι αναπόφευκτες σε τέτοιες περιπτώσεις. Όμως, Θεέ, πόσο τον αγαπούσε. Απ’ το βάθος φάνηκε κι εκείνη, με τα ζακετάκια των παιδιών στα χέρια. Δίπλα της ένας άντρας. Δε συζητούσε μαζί του, δε μιλούσαν, ούτε καν κοιτάζονταν. Είχαν όμως τον ίδιο βηματισμό, το ίδιο ύφος. Ήταν «μαζί». Πλάι-πλάι.Ο χρόνος τελείωνε με τα βήματά τους. Σε λίγο θα ήσαν τόσο κοντά που θα τον άκουγαν. Κοτρόνες έπεσαν βαριά οι τελευταίοι κόκκοι της άμμου στην κλεψύδρα. Έπρεπε να τελειώνει και να φεύγει. Έπρεπε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του πάση θυσία. Έσκυψε μπροστά με ουδέτερη έκφραση. Χωρίς χαμόγελο, για να μην το δουν από απέναντι. Μόνο που έβαλε στη φωνή του και στο βλέμμα του όση αγάπη μπόρεσε να χωρέσει .Μίλησε σιγά για να μη ακούσει κανείς άλλος, με επείγουσα ένταση, σαν για να του φυτέψει, με μια πνοή, μια ιδέα που δε θα έφευγε ποτέ από μέσα του.- Ότι κι αν γίνει, μην ξεχνάς, ότι εσύ είσαι το σποράκι μου. Ήταν μια δική τους έκφραση αυτή. Συχνά όταν του κακομιλούσε του έλεγε: “Σε μένα τα λες αυτά; Σε μένα που σε γέννησα;” Κι αυτός ήξερε πια το παιχνίδι κι απαντούσε στερεότυπα: “Δε με γέννησες εσύ! Εσύ μόνο έβαλες το σποράκι.” Έτσι του είχε εξηγήσει τις γενετήσιες απορίες του, όταν κάποτε είχε ρωτήσει. Είχε φοβηθεί τότε να μη ρωτήσει περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά είχε μείνει εκεί. Και τώρα δεν είπε τίποτε άλλο. Κοίταζε σοβαρός και σαν κάτι ν’ αναλογιζόταν. Δεν μπόρεσε ή δε θέλησε να το αντικρούσει.Τελείωσε. Εδώ τελείωναν όλα. Τέλος. Σοβαρός, με κατασκευασμένη όπως όπως αξιοπρέπεια γύρισε να φύγει. Δεν είχε να πάει πουθενά σ’ αυτόν τον κόσμο όταν θα έστριβε στην πρώτη γωνία. Μέχρι τη γωνία όμως έπρεπε να πάει σωστά. Αργά... πιο αργά... Κούτσαινε από το αριστερό πόδι μετά την τελευταία περιπέτεια με την υγεία του. Έστριψε.Την τελευταία στιγμή, πριν χαθεί από τα μάτια τους, προσποιήθηκε ότι κάποιον είχα δει έξω απ’ το οπτικό τους πεδίο και χαμογέλασε πλατιά στο κενό. Ανασήκωσε το κεφάλι. Έκανε δυο βήματα ακόμη με πλατύ χαμόγελο και τα χέρια απλωμένα μπροστά σαν για ν’ αγκαλιάσει κάποιον και χάθηκε απ’ τα μάτια τους - αν κοίταζε κανένας τους προς αυτόν.