
χθες βράδυ, ολόιδιο, ανέγγιχτο απ' τα χρόνια,
του λέω τα Χριστούγεννα αργούν ακόμη,
δεν θα 'ναι φέτος χιονισμένοι οι δρόμοι.
Του παίρνω πέδιλα, χωνάκι παγωτό,
κεράσια για τ' αφτιά του κι έναν χρυσό λωτό.
Αχ, κοριτσάκι με τα σπίρτα, μη φοβάσαι,
στην ιστορία σου θα δώσω happy end για να 'σαι
στης ευτυχίας το ψηλότερο κλαδί,
πουλί, πουλάκι, ανέμελο παιδί.
Από τον κύριο Άντερσεν τώρα σε βάζω χώρια,
να κάνουμε χαρταετό τη στενοχώρια.
άναψε όλα μαζί τα σπίρτα, κοριτσάκι,
να φωτιστούν οι δρόμοι μας στα παραμύθια,
πνίγεται η αλήθεια και σε ξερό χαντάκι».
Ανάβοντας κανείς όλα μαζί τα τελευταία σπίρτα του μπορεί και να αποδράσει απ' τη σκληρή πραγματικότητα, να συναντήσει την πιο βαθιά επιθυμία του, έστω ψευδαισθησιακά, Χριστούγεννα, ας πούμε, ή παραμονή Πρωτοχρονιάς, πάνω στην αλλαγή του χρόνου. Ευχές κι επιθυμίες μες στη γιορτινή ατμόσφαιρα είθισται να πληθαίνουν, να συνωστίζονται πιεστικά και, καθώς είναι μεγεθυντικός φακός οι γιορτινές μέρες, να κάνουν τους δυστυχείς δυστυχέστερους, φτωχότερους τους φτωχούς, και την ευτυχία, για όσους την έχουν εξασφαλισμένη, να την κάνουν πολύχρωμο πυροτέχνημα, εκθαμβωτικό. Η λάμψη και η χρυσόσκονη των ημερών δεν φτάνουν παντού, ή αφήνουν έναν σωρό κόσμο απλούς παρατηρητές, ενδεείς κι αμήχανους, με τη σύγκριση σαν πρόσθετη πηγή δυστυχίας να ξύνει τη φόδρα της ψυχής τους. Η ζωή δεν είναι όμορφο παραμύθι, γι' αυτό κι ο ρόλος του παραμυθιού είναι παραμυθικός, να ομορφαίνει τη ζωή, όπως κι όταν μπορεί. Ωστόσο, υπάρχουν παραμύθια και παραμυθένιες ιστορίες με άδικο τέλος ακόμη και για τους καλούς και αναξιοπαθούντες. Νομίζω, τελικά, ότι η πιο θλιβερή χριστουγεννιάτικη ιστορία στην παγκόσμια εν γένει λογοτεχνία είναι «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» του aντερσεν. Ευσύνοπτη, λιτή, μυθοπλαστικά άκρως ευρηματική, και προπαντός με έναν έμμεσο λόγο κοινωνικής κριτικής ακονισμένο στο μεταίχμιο άσπρου μαύρου.